- κεντητός
- η , ό[ν] вышитый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κεντητός, -ή, -ό — και κεντιστός, ή, ό στολισμένος με κέντημα: Καθόταν πάνω σ ένα κεντητό μαξιλάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεντητός — embroidered masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντητός — ή, ό (ΑΜ κεντητός, ή, όν) [κεντώ] 1. κεντημένος, στολισμένος με κεντήματα («φόρεμα κεντητό») 2. προσαρμοσμένος κάπου με κέντημα («λουλούδια κεντητά στο φόρεμα») … Dictionary of Greek
κεντητόν — κεντητός embroidered masc acc sg κεντητός embroidered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντητοῖς — κεντητός embroidered masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντητῷ — κεντητός embroidered masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… … Dictionary of Greek
κεντητά — κεντητά̱ , κεντητής mosaic worker masc nom/voc/acc dual κεντητής mosaic worker masc voc sg κεντητής mosaic worker masc nom sg (epic) κεντητός embroidered neut nom/voc/acc pl κεντητά̱ , κεντητός embroidered fem nom/voc/acc dual κεντητά̱ , κεντητός … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεστός — Αρχαία ελληνική λέξη, που αρχικά σήμαινε κεντητός. Κ. ιμάς ονομαζόταν ένα είδος ζώνης που φορούσαν οι γυναίκες ακριβώς κάτω από το στήθος ή γύρω από αυτό, όπως αργότερα τον στηθόδεσμο. Με τον καιρό, το ουσιαστικό παραλείφθηκε και έμεινε το… … Dictionary of Greek
πολυκέντητος — η, ο / πολυκέντητος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλά κεντήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κεντητός (< κεντῶ), πρβλ. νεο κέντητος] … Dictionary of Greek
τριχοκέντητος — η, ο, Ν ο κεντημένος με τρίχες αντί για νήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίχα (ΙΙ) + κεντητός (< κεντώ), πρβλ. χρυσο κέντητος] … Dictionary of Greek